Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δαπάνη"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
δᾰπάνη[ᾰ], (δάπτω), I. έξοδα, κόστος, ζημία, ανάλωση, σε Ησίοδ.· χρημάτων, σε Θουκ.· δ. κούφη, το κόστος είναι μικρό, σε Ευρ.· επίσης, στον πληθ., σε Θουκ. II. ξόδεμα, κατανάλωση χρημάτων· ἵππων, σε άλογα, σε Πίνδ.· δαπάνην παρέχειν, χρήματα διαθέσιμα για ξόδεμα, σε Ηρόδ. III. αλόγιστη, άσκοπη δαπάνη, σπατάλη, διασπάθιση, υπερβολή, σε Αισχίν.
δᾰπάνημα, -ατος, τό (δαπανάω), χρήματα που ξοδεύονται, αναγκαία έξοδα, σε Αριστ.· στον πληθ., έξοδα, ζημίες, σε Ξεν.
δᾰπᾰνηρός, , -όν (δαπανάω), I. λέγεται για πρόσ., σπάταλος, πολυδάπανος, σε Πλάτ., Ξεν. II. λέγεται για πράγματα, ακριβός, με υψηλή τιμή, πολυτελής, πολυέξοδος, σε Δημ., Αριστ.· επίρρ. -ρῶς, σε Ξεν.