LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δανείζω"
- δᾰνείζω, μέλ. -σω, αόρ. αʹ ἐδάνεισα, παρακ. δεδάνεικα — Μέσ., παρακ. δεδάνεισμαι με Μέσ. σημασία — Παθ., αόρ. αʹ ἐδανείσθην, παρακ. δεδάνεισμαι (δάνος)· 1. χρησιμοποιώ χρήματα, τα εκθέτω προς χρήση, τα δανείζω, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. — Μέσ., έχω δανείσει σε κάποιον, μοιράζομαι με, σε Αριστοφ.· ἐπὶ μεγάλοις τόκοις, με υψηλό τόκο, σε Δημ. 3. Παθ., λέγεται για τα χρήματα, δίνομαι με τόκο, ως δάνειο, σε Αριστοφ., Ξεν.