LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δαλός"
- δᾱλός, ὁ (δαίω Α), I. 1. αναμμένο ξύλο, κομμάτι ξύλου που φλέγεται, σε Όμηρ., Αισχύλ. 2. κεραυνός, σε Ομήρ. Ιλ. II. σβησμένος δαυλός, καμμένη λαμπάδα· μεταφ., λέγεται για τον ηλικιωμένο άντρα, σε Ανθ.