Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δακρυόεις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δακρυόεις, -εσσα, -εν (δάκρυον), 1. λέγεται για πρόσωπα, δακρύβρεχτος, γεμάτος δάκρυα, βουρκωμένος, σε Όμηρ.· δακρυόεν γελάσαι, ως επίρρ., γελώ μέσα από τα δάκρυα, κλαυσίγελως (ανακατεμένο γέλιο και κλάμα), σε Ομήρ. Ιλ. 2. λέγεται για πράγματα, κάτι που προκαλεί δάκρυα, αξιοδάκρυτος, αξιοθρήνητος, πόλεμος, μάχη, στο ίδ.