Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δακρυσίστακτος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δακρυσί-στακτος, -ον (στάζω), αυτός που στάζει δάκρυα, σε Αισχύλ.