Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δαίμων"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δαίμων, -ονος, , , I. 1. θεός, θεά, θείο ον όπως θεός, θεά, σε Όμηρ., Τραγ. κ.λπ.· στον Όμηρ. επίσης θεότητα ή θεϊκή δύναμη (το θεός υποδηλώνει το ίδιο το πρόσωπο του θεού), Λατ. numen· πρὸς δαίμονα, ενάντια στη θεϊκή δύναμη· σὺν δαίμονι, με τη βοήθειά του, με την εύνοια του θεού, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, κατὰ δαίμονα = τύχῃ, κατά τύχη, κατά σύμπτωση, σε Ηρόδ.· ἐν τῷ δ. = θεῶν ἐν γούνασι, σε Σοφ. 2. το «δαιμόνιο» κάποιου ή το πνεύμα κάποιου, τύχη ή μοίρα, στυγερὸς δαίμων, σε Ομήρ. Οδ.· δαίμονος αἶσα κακή, στο ίδ.· ως απόλ., ευνοϊκή ή δυσμενής τύχη, μοίρα, τύχη, ειμαρμένη, πεπρωμένο, σε Τραγ.· ιδίως, λέγεται για το κακοποιό πνεύμα μιας οικογένειας, σε Αισχύλ. II. δαίμονες, στον Ησίοδ., είναι το πνεύμα των ανθρώπων του χρυσού αιώνα, το οποίο λειτουργεί ως φύλακας άγγελος· μεταγεν., λέγεται για τις ψυχές των πεθαμένων, Λατ. manes, lemures, σε Λουκ. III. στην Κ.Δ., διαβολικό πνεύμα, δαίμονας, Σατανάς (πιθ. από το δαίω Β, διαχωρίζω ή διαμοιράζω το πεπρωμένο).