Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δαί"

Βρέθηκαν 36 λήμματα [1 - 20]
δαί, κοινός εύχρηστος τύπος του δή, ο οποίος χρησιμ. μετά από ερωτημ., τί δαὶ λέγεις σύ; σε Αριστοφ.· τί δαί; τί; πώς; άραγε, λοιπόν, στον ίδ., σε Πλάτ.
δᾰΐ[ῐ], Επικ. αντί δαΐδι, δοτ. του δαΐς.
δαιδάλεος, , -ον, I. τεχνικά επεξεργασμένος, ο επιτηδευμένος, περίτεχνα δουλεμένος, περίτεχνος, πολυποίκιλος, έντεχνος, λεπτοδουλεμένος, επιδέξιος, λέγεται για επεξεργασία μετάλλου ή ξύλου, σε Όμηρ.· λέγεται για την κεντητική τέχνη, σε Ησίοδ., Ευρ. II. επιδέξιος, λέγεται για τη δεξιότητα του τεχνίτη, σε Ανθ.
δαιδάλλω, κυρίως στον ενεστ. και παρατ. (δαίδαλος),· δουλεύω περίτεχνα, τεχνουργώ, κατασκευάζω, μαστορεύω, κοσμώ, διακοσμώ ή ενθέτω με ασυνήθιστη τέχνη, καλλωπίζω, εξωραΐζω, ωραιοποιώ, σε Όμηρ. — Παθ., μτχ. παρακ. δεδαιδαλμένος, σε Πίνδ.
δαίδαλμα, -ατος, τό, έργο τέχνης, κομψοτέχνημα, τεχνούργημα στολισμένο με πολλή τέχνη, σε Θεόκρ.
δαιδαλόεις, -εσσα, -εν, = δαιδάλεος, σε Ανθ.
δαί-δᾰλος, -ον (αναδιπλ. από √ΔΑΛ), I. τεχνικά επεξεργασμένος ή περίτεχνα κατεργασμένος, περίτεχνος, επεξεργασμένος με ακρίβεια, λεπτοδουλεμένος, σε Αισχύλ.· στον Όμηρ. μόνο στο ουδ. ως ουσ., δαίδαλα πάντα, περίτεχνα παντός είδους έργα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στον ενικ., σε Ομήρ. Οδ. II. ως κύριο όνομα, Δαίδαλος, , ο Δαίδαλος, δηλ. ο επιδέξιος τεχνίτης, ο καλλιτέχνης, από την Κνωσό της Κρήτης, σύγχρονος του Μίνωα, ο οποίος αναφέρεται στην Ομήρ. Ιλ. ως ο δημιουργός του χοροῦ για την Αριάδνη.
δαιδᾰλό-χειρ, , , αυτός που έχει επιδεξιότητα, αυτός που έχει ικανά χέρια, δεξιοτέχνης, επιδέξιος, σε Ανθ.
δαΐζω, μέλ. -ξω, αόρ. αʹ ἐδάϊξα (δαίω Β), 1. διαχωρίζω σε τεμάχια, τεμαχίζω, κομματιάζω, ξεσχίζω, σε Όμηρ., Αισχύλ. 2. σφάζω, φονεύω, αφανίζω, σκοτώνω, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. 3. σχίζω, ξεριζώνω, αποσπώ, κατακόβω· χερσὶ κόμην ᾔσχυνε δαΐζων, σε Ομήρ. Ιλ.Παθ., χαλκῷ δεδαϊγμένος, στο ίδ.· δεδαϊγμένος ἦτορ, με τρυπημένη καρδιά, στο ίδ.· δεδαϊγμένον ἦτορ, μια καρδιά «κομματιασμένη» από τις δυστυχίες, στο ίδ.· δαϊχθείς, σε Πίνδ., Ευρ. 4. απλώς, διαχωρίζω, μοιράζω· ἐδαΐζετο θυμὸςἐνὶ στήθεσσιν, η ψυχή του ήταν διχασμένη μέσα του, δηλ. βρισκόταν σε αμφιβολία, σε Ομήρ. Ιλ.· δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν διχθάδια, διχασμένος ή αυτός που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο γνώμες, απόψεις, διχόγνωμος, στο ίδ.
δᾰϊκτήρ, -ῆρος, , φονιάς· ως επίθ., αυτός που σπαράζει την καρδιά, που ξεσχίζει την καρδιά, σε Αισχύλ.
δαιμονάω, βρίσκομαι κάτω από την εξουσία ενός δαίμονα, καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι από θεϊκό πνεύμα· δαιμονᾶν κακοῖς, υποφέρω από θεόσταλτες συμφορές, σε Αισχύλ.· ομοίως, δ. ἐν ἄτᾳ, στον ίδ.· απόλ., κατέχομαι από τη θεϊκή δύναμη, καταλαμβάνομαι από θεϊκή μανία, είμαι μανιακός, παραφρονώ, σε Ευρ., Ξεν.
δαιμονίζομαι, Μέσ., κατέχομαι από ένα δαιμόνιο ή διαβολικό πνεύμα, κυριεύομαι από δαίμονα, παραφρονώ, σε Κ.Δ.
δαιμόνιον, τό (δαίμων), I. θεότητα, Λατ. numen, ή θεϊκή πράξη, ενέργεια, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· μοιραίο, αναπόφευκτο, σε Δημ. II. 1. κατώτερο θεϊκό πλάσμα, δαίμονας, σε Ξεν., Πλάτ. 2. δαίμονας, διαβολικό πνεύμα, διάβολος, σε Κ.Δ.
δαιμόνιος, , -ον και -ος, -ον, αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει έναν δαίμονα· I. κλητ. δαιμόνιε, δαιμονίη, κυρίως με την έννοια της επίκρισης, «κακόμοιρε!», «ἄθλιε!», «μπα, κυρία!», σε Ομήρ. Ιλ.· σπανιότερα, με την έννοια του θαυμασμού, «θαυμάσιε, καλέ άνθρωπε!», στο ίδ., σε Ησίοδ.· επίσης με την έννοια του οίκτου, «δυστυχή!»· ομοίως στον Ηρόδ., δαιμόνιε ἀνδρῶν· επίσης με ειρων. σημασία, «καλέ μου φίλε!» «καλέ μου κύριε!»· ὦ δαιμόνι' ἀνδρῶν, ὦ δαιμόνι', ὦ δαιμόνι' ἀνθρώπων, σε Αριστοφ., Πλάτ. II. 1. οτιδήποτε προέρχεται από θεότητα, θεόσταλτος, θεϊκός, θαυματουργός, θεσπέσιος, ουράνιος, σε Ηρόδ., Αττ.· εἰ μή τι δαιμόνιον εἴη, αν δεν υπήρχε θεϊκή παρέμβαση, σε Ξεν.· τὰ δαιμόνια, αυτά που έρχονται από τον Θεό, σε Θουκ. 2. λέγεται για πρόσωπα, θεϊκός, εξαίρετος, ασυνήθιστος, εξαιρετικός, έξοχος, σπάνιος, σε Πλάτ. III. επίρρ. -ως, με θεϊκή δύναμη, θεϊκά, θαυμάσια, υπέροχα, σε Αριστοφ.· επίσης ουδ. πληθ. δαιμόνια, στον ίδ., σε Ξεν.· δαιμονιώτατα, εμφανέστατα από το χέρι των θεών, στον ίδ.
δαιμονι-ώδης, -ες (εἶδος), δαιμονισμένος, φρενήρης, σατανικός, σε Κ.Δ.
δαίμων, -ονος, , , I. 1. θεός, θεά, θείο ον όπως θεός, θεά, σε Όμηρ., Τραγ. κ.λπ.· στον Όμηρ. επίσης θεότητα ή θεϊκή δύναμη (το θεός υποδηλώνει το ίδιο το πρόσωπο του θεού), Λατ. numen· πρὸς δαίμονα, ενάντια στη θεϊκή δύναμη· σὺν δαίμονι, με τη βοήθειά του, με την εύνοια του θεού, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, κατὰ δαίμονα = τύχῃ, κατά τύχη, κατά σύμπτωση, σε Ηρόδ.· ἐν τῷ δ. = θεῶν ἐν γούνασι, σε Σοφ. 2. το «δαιμόνιο» κάποιου ή το πνεύμα κάποιου, τύχη ή μοίρα, στυγερὸς δαίμων, σε Ομήρ. Οδ.· δαίμονος αἶσα κακή, στο ίδ.· ως απόλ., ευνοϊκή ή δυσμενής τύχη, μοίρα, τύχη, ειμαρμένη, πεπρωμένο, σε Τραγ.· ιδίως, λέγεται για το κακοποιό πνεύμα μιας οικογένειας, σε Αισχύλ. II. δαίμονες, στον Ησίοδ., είναι το πνεύμα των ανθρώπων του χρυσού αιώνα, το οποίο λειτουργεί ως φύλακας άγγελος· μεταγεν., λέγεται για τις ψυχές των πεθαμένων, Λατ. manes, lemures, σε Λουκ. III. στην Κ.Δ., διαβολικό πνεύμα, δαίμονας, Σατανάς (πιθ. από το δαίω Β, διαχωρίζω ή διαμοιράζω το πεπρωμένο).
δαίνῡμι, προστ. δαίνῡ, Επικ. γʹ ενικ. παρατ. δαίνῡ, μέλ. δαίσω, αόρ. αʹ ἔδαισα, Μέσ., βʹ ενικ. υποτ. δαινύῃ, Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. δαινῦτο (αντί -ύοιτο), γʹ πληθ. δαινύατο, βʹ ενικ. παρατ. δαίνυ', δηλ. -υο (δαίω Β, διαχωρίζω, διανέμω, μοιράζω)· I. 1. παραδίδω συμπόσιο ή γλέντι, κάνω τραπέζι, φιλεύω, ευωχώ, τραπεζώνω· δαίνυ δαῖτα γέρουσι, σε Ομήρ. Ιλ.· δαίνυμι γάμον, παραδίδω γαμήλιο τραπέζι, σε Όμηρ.· δαίνυμι τάφον, παραδίδω ένα επικήδειο γεύμα, στον ίδ. 2. με αιτ. προσ., παραθέτω πλούσιο τραπέζι σε κάποιον, σε Ηρόδ.· ζῶν με δαίσεις, εσύ πρόκειται να γίνεις το ζωντανό μου γεύμα, σε Αισχύλ. II. 1. Μέσ., παρακάθημαι σε συμπόσιο, ευωχούμαι, σε Όμηρ., Ηρόδ. 2. με αιτ., γλεντοκοπώ, καταβροχθίζω, τρώω, στον ίδ.· μίαν δαίνυμι τράπεζαν, παρακάθημαι σε κοινό τραπέζι, σε Θεόκρ.· επίσης, λέγεται για το δηλητήριο, καταναλώνω, σε Σοφ.
δάϊος[ᾱ], συνηρ. δᾷος, , -ον, Επικ. δήϊος, συνηρ. δῇος, , -ονI. 1. εχθρικός, καταστροφικός, τρομακτικός, προσωνύμιο του πυρός, αυτός που κατακαίει, που «καταναλώνει», που αφανίζει, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.· δάϊοι, δᾷοι, εχθροί, σε Αισχύλ., Σοφ.· στον ενικ., εχθρός, πολέμιος, σε Αριστοφ.· από όπου ως επίθ., εχθρικός, πολεμικός, στον ίδ. 2. θλιμμένος, δυστυχισμένος, αξιοθρήνητος, άθλιος, σε Τραγ. II. γνώστης, έμπειρος τεχνίτης, ειδήμων, έμπειρος, δεξιοτέχνης, σε Ανθ. (με τη δεύτερη σημασία από το *δάω, δαῆναι· με την πρώτη σημασία πιθ. από το δαΐς, μάχη).
δαϊό-φρων, -ονος, , (φρήν), αυτός που κάνει δυσάρεστες σκέψεις, αυτός που σκέφτεται εχθρικά, άθλιος, δυστυχής, σε Αισχύλ.
δαίρω, =δέρω, βλ. αυτ.