Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δαΐφρων"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δαΐ-φρων, -ον, γεν. -ονος, στην Ομήρ. Ιλ.· κυρίως, λέγεται για πολεμιστές· στην Ομήρ. Οδ. λέγεται για τον Οδυσσέα. Στην πρώτη περίπτωση (από το δάϊς, μάχη, φρήν), αυτός που έχει μαχητικό φρόνημα, φιλοπόλεμος, έμπειρος στα πολεμικά· στη δεύτερη περίπτωση (από το *δάω, φρήν), συνετός στο μυαλό, φρόνιμος, προνοητικός. Άλλοι εκλαμβάνουν σε όλες τις περιπτώσεις ρίζα *ΔΑΩ, και μεταφράζουν ως ικανός, επιδέξιος, πεπειραμένος.