Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δαΐς"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
δαΐς, δαΐδος, Αττ. συνηρ. δᾷς, δᾳδός, , (δαίω Α, ανάβω, πυρπολώ),· 1. δαυλός, φλόγα, δάδα, πυρσός, δαδί, λαμπάδα, πυρσός από πεύκο, Λατ. taeda, σε Όμηρ. 2. ως περιληπτικό ουσ., ξύλο πεύκου, από το οποίο φτιάχνονταν οι πυρσοί, σε Θουκ., Ξεν.
δάϊς (δαίω Α), πόλεμος, μάχη, κυρίως στη δοτ. κατ' αποκοπή δάϊ, σε Όμηρ., Αισχύλ.
δαίς, δαιτός, (δαίω Β, διαχωρίζω, διαμοιράζω), 1. γεύμα, τσιμπούσι, συμπόσιο, ευωχία, τραπέζωμα, φαγοπότι, συχνά στον Όμηρ., ο οποίος αποκαλεί το συνηθισμένο γεύμα δαὶς ἐΐση, το ισόποσα διανεμημένο φαγητό· Θυέστου δαῖτα παιδείων κρεῶν, το συμπόσιο του Θυέστη με τις σάρκες των παιδιών του, σε Αισχύλ.· στον πληθ., σε Ομήρ. Οδ. 2. λέγεται για το κρέας ή το ίδιο το φαγητό, τροφή, σε Ευρ.
δαισθείς, μτχ. Παθ. αορ. αʹ του δαίω
Α.