Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δίχρωμος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δί-χρωμος, -ον (χρῶμα), αυτός που έχει δύο χρώματα, σε Λουκ.