Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δίχηλος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δί-χηλος, -ον, Δωρ. δίχᾱλος (χηλήI. αυτός που έχει δίχηλη οπλή, σε Ηρόδ., Ευρ. II.δίχηλον, τό, λαβίδα, τσιμπίδα, σε Ανθ.