LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δίπυρος"
- δί-πῠρος, -ον (πῦρ), αυτός που έχει διπλή φλόγα, ο δύο φορές ψημένος, σε Αριστοφ.