LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δίοδος"
- δί-οδος, ἡ, πέρασμα, διάβαση, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἄστρων δίοδοι, οι τροχιές τους, σε Αισχύλ.· δ. αἰτεῖσθαι, ζητώ άδεια να περάσσω, ζητώ απαιτώ διαβατήριο ή ασφαλή διάβαση, σε Αριστοφ.