LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δίνη"
- δίνη[ῑ], ἡ, 1. κυκλική περιστροφή, στρόβιλος, υδατοστρόβιλος, Λατ. vortex, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. ανεμοστρόβιλος, σε Αριστοφ. 3. γενικά, περιστροφή, στροβιλισμός, περιδίνηση, στον ίδ., σε Πλάτ.· μεταφ., ἀνάγκης δίναι, σε Αισχύλ.
- δῑνήεις, Δωρ. -άεις, -εσσα, -εν, I. περιστρεφόμενος, στροβιλιζόμενος, σε Όμηρ. II. στρογγυλός, σε Μόσχ.
- δῑνητός, -ή, -όν (δινέω), περιστρεφόμενος, περιδινούμενος, σε Ανθ.