Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δίκωπος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δί-κωπος, -ον (δίς, κώπη), αυτός που έχει δύο κουπιά, σκάφος, σε Ευρ.