Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δίκροτος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δί-κροτος, -ον, I. 1. αυτός που κάνει διπλό κρότο, «χτυπά» διπλά, κῶπαι, σε Ευρ. 2. λέγεται για καράβια, με διπλά κουπιά ή με δύο σειρές κουπιών, σε Ξεν. II. δ. ἁμαξιτός, οδός για δύο άμαξες, σε Ευρ.