Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δίζημαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δίζημαι, Επικ. βʹ ενικ. δίζηαι, μτχ. διζήμενος, γʹ ενικ. παρατ. ἐδίζητο, μέλ. διζήσομαι, αποθ.: I. ψάχνω, αναζητώ, προσπαθώ να βρω, τινα, σε Ομήρ. Ιλ. II. αναζητώ, επιζητώ, επιδιώκω κάτι, σε Ομήρ. Οδ.· ἐέδνοισιν διζήμενος, επιδιώκοντας να την κερδίσει με δώρα, στο ίδ.· δ. τὸ μαντήϊον, ψάχνω, αναζητώ την ερμηνεία, σε Ηρόδ.· ἀγγέλους δ. εἰ..., ρωτώ, τους εξετάζω αν..., στον ίδ.· με απαρ., επιδιώκω, ζητώ, επιθυμώ, ποθώ να κάνω, στον ίδ.· με αιτ. και απαρ., απαιτώ ή χρειάζομαι, στον ίδ. (πιθ. αναδιπλ. από την ίδια ρίζα με το ζη-τέω).