Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δίδωμι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δί-δωμι, γʹ ενικ. παρατ. ἐδίδω, Επικ. δίδω, γʹ πληθ. δίδωσι (παρά-), (ωστόσο, οι συνήθεις τύποι του ενεστ. και παρατ. προέρχονται από το *διδόω, βλ. διδοῖς ή διδοῖσθα, διδοῖ, διδοῦσι· προστ. δίδου, Επικ. δίδωθι, απαρ. διδοῦν, Επικ. διδοῦναι· Δωρ. διδῶν, παρατ. ἐδίδουν, Επικ. γʹ ενικ. δίδου, επίσης ἔδιδον, δίδον, Επικ. επίσης δόσκονμέλ. δώσω, Επικ. διδώσω, αόρ. αʹ ἔδωκα, Επικ. δῶκα, αόρ. βʹ ἔδων, γʹ ενικ. υποτ. Επικ. αορ. βʹ, δώῃ, δώῃσι, δῷσι, αʹ πληθ. δώομεν, γʹ πληθ. δώωσι, απαρ. δόμεναι, δόμεν, παρακ. δέδωκα, υπερσ. ἐδεδώκεινΠαθ., μέλ. δοθήσομαι, αόρ. αʹ ἐδόθην, παρακ. δέδομαι, γʹ ενικ. υπερσ. ἐδέδοτο (αναδιπλ. από √ΔΟ, Λατ. do, dare).
Αρχική σημασία: I. 1. δίνω, αποδίδω, δωρίζω, χαρίζω, τί τινι, σε Όμηρ. κ.λπ.· στον ενεστ. και παρατ., είμαι έτοιμος να δώσω, να προσφέρω, στον ίδ. 2. λέγεται για τους θεούς, παρέχω, απονέμω, χορηγώ, κῦδος, νίκην· χρησιμ. και για τα δεινά, δ. ἄλγεα, ἄτας κήδεα, στον ίδ.· έπειτα, εὖ διδόναι τινί, παρέχω, δίνω ευτυχία σε κάποιον, σε Σοφ., Ευρ. 3. προσφέρω στους θεούς, σε Όμηρ. κ.λπ. 4. με την προσθήκη απαρ., δῶκε τεύχεα θεράποντι φορῆναι, του έδωσε να μεταφέρει τα όπλα, σε Ομήρ. Ιλ.· διδοῖπιεῖν, προσφέρει για να πιει, σε Ηρόδ. κ.λπ. 5. σε φράσεις του πεζού λόγου: δ. ὅρκον, αντίθ. προς το λαμβάνειν, δίνω όρκο· δ. χάριν = χαρίζεσθαι, όπως το ὀργῇ χάριν δούς, έχοντας καταλαγιάσει το θυμό του, σε Σοφ.· λόγον τινὶ δ., δίνω σε κάποιον την άδεια να μιλήσει, σε Ξεν.· αλλά, δ. λόγον ἑαυτῷ, διασκέπτομαι, διαλογίζομαι, σε Ηρόδ. II. 1. με αιτ. προσ., παραδίδω ως λεία, παραχωρώ, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. λέγεται για γονείς, δίνω την κόρη μου σε γάμο, την παντρεύω, στον ίδ. 3. στην Αττ., διδόναι τινά τινι, χαρίζω κάτι ενδίδοντας στις παρακλήσεις κάποιου, τον συγχωρώ για χάρη κάποιου άλλου, σε Ξεν.· διδόναι τινί τι, συγχωρώ κάτι σε κάποιον, δεν απαιτώ την τιμωρία του, σε Ευρ., Δημ. 4. διδόναι ἑαυτόν τινι, παραδίδομαι, σε Ηρόδ. κ.λπ. 5. δ. δίκην, βλ. δίκη IV. 3. III. σε όρκους, κατάρες, ευχές, ικεσίες, με αιτ. προσ. και απαρ., χαρίζω, επιτρέπω, εγκρίνω, ενεργώ ώστε, σε Όμηρ., Τραγ. IV. φαινομενικά αμτβ., παραδίδομαι, αφιερώνομαι, τινι, σε Ευρ.