Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δίδυμος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δίδῠμος[ῐ], , -ον και -ος, -ον, αναδιπλ. από το δύο· I. διπλός, δύο ειδών, σε Όμηρ., Αττ.· διδύμη ἅλς, δηλ. ο Πόντος και ο Βόσπορος, σε Σοφ. II. δίδυμος, στον ίδ., Ευρ.· ως ουσ. δίδυμοι, δίδυμοι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· επίσης δίδυμα, τά, στον ίδ.