LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δίγλωσσος"
- δί-γλωσσος, Αττ. -ττος, -ον (γλῶσσα)· I. αυτός που ομιλεί δύο γλώσσες, Λατ. bilinguis, σε Θουκ. II. ως ουσ., δίγλωσσος, ὁ, διερμηνέας, μεταφραστής, σε Πλούτ.