Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δίαυλος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δί-αυλος, (δίς),· I. διπλό στάδιο, δρόμος, διπλή κούρσα, στην οποία ο δρομέας έτρεχε στο πιο μακρινό σημείο του σταδίου, έστριβε στο στύλο (καμπτήρ), και έτρεχε πίσω από την άλλη πλευρά του σταδίου, σε Πίνδ., Σοφ., Ευρ.· μεταφ., κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον, επιστρέφω εκεί όπου αναχώρησα, ξαναγυρίζω απ' τον ίδιο δρόμο, σε Αισχύλ.· επίσης, δίαυλοι κυμάτων, πλημμυρίδα και άμπωτη, σε Ευρ.· δίσσους ἂν ἔβαν διαύλους, θα επέστρεφαν διπλά, στον ίδ. II. πορθμός, γεωγραφικό στενό, στον ίδ.