Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δίαιτα"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
δίαιτα, (πιθ. από ζάω, βλ. Ζ, ζ II. 2)· I. 1. ο τρόπος ζωής, διαβίωση, βίος, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· δ. ποιεῖσθαι, διέρχομαι, περνώ τη ζωή μου, σε Ηρόδ. 2. κατοικία, οίκημα, δωμάτιο, σε Αριστοφ. II. στην Αθήνα, διαιτησία, μεσολάβηση, σε Σοφ., Αριστοφ., Ρήτ.
δῐαιτάω, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ διῄτησα, παρακ. δεδιῄτηκαΜέσ. και Παθ., Ιων. παρατ. διαιτώμην, μέλ. διαιτήσομαι, και στους Παθ. τύπους, αόρ. αʹ διῃτήθην, Ιων. διαιτήθην, παρακ. δεδιῄτημαι· I. 1. τρέφω με συγκεκριμένο τρόπο, επιβάλλω δίαιτα· δ. τοὺς νοσοῦντας, σε Πλούτ. 2. Μέσ. και Παθ., ακολουθώ μία συγκεκριμένη διαδρομή στη ζωή, ζω, διαμένω, σε Ηρόδ., Σοφ.· δ. νόμιμα, ζω σύμφωνα με την τήρηση των νόμων, των κανόνων, σε Θουκ. II. 1. είμαι κριτής ή διαιτητής (διαιτητής), σε Δημ. κ.λπ. 2. με αιτ. πράγμ., ορίζω, προσδιορίζω, καθορίζω, αποφασίζω, σε Θεόκρ.