Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δήπου"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
δή-που ή δήπου, αόρ. επίρρ., ίσως, πιθανόν, μπορεί, σε Ομήρ. Ιλ.· στους Αττ., αναμφίβολα, βέβαια, φυσικά, Λατ. scilicet· οὐ δήπου τλητόν, σε Αισχύλ. κ.λπ.· συχνά στις φράσεις, ἴστε γὰρ δή που, μέμνησθε γὰρ δή που, σε Δημ.· επίσης, ως ερωτημ., υποδηλώνοντας καταφατική απάντηση, τὴν αἰχμάλωτον κάτοισθα δή που; παίρνω ως δεδομένο ότι ξέρεις, σε Σοφ.
δή-πουθεν, αόρ. επίρρ., περίπου όμοιο με το δήπου, σε Αριστοφ., Πλάτ.