LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δήμαρχος"
- δήμ-αρχος, ὁ, κυβερνήτης του λαού, 1. στην Αθήνα, δήμαρχος, άρχοντας ενός δήμου, ο οποίος διαχειριζόταν τις υποθέσεις του δήμου, σε Αριστοφ., Δημ. 2. στη Ρώμη, δήμαρχος, δημεγέρτης των πληβείων, σε Πλούτ.