Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δέφω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δέφω, μέλ. -ψω, μαλακώνω κάτι δουλεύοντάς το με το χέρι, σε Αριστοφ.