LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δέσποινα"
- δέσ-ποινα, ἡ, θηλ. του δεσπότης, 1. κυρία, αρχόντισσα, οικοδέσποινα του σπιτιού, Λατ. hera, λέγεται για την Πηνελόπη, σε Ομήρ. Οδ. 2. στην Αττ., λέγεται για τις θεές, όπως η Άρτεμις, σε Σοφ.· η Περσεφόνη, σε Πλάτ.