Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δέσμιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δέσμιος, -ον και , -ον (δεσμός), I. δεσμευτικός· μεταφ., μαγευτικός, με γεν., ὕμνος δ. φρενῶν, σε Αισχύλ. II. Παθ., δεσμευμένος, αιχμάλωτος, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.