Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δέρμα"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
δέρμα, -ατος, τό (δέρω), 1. δέρμα, πετσί, τομάρι, προβιά, λέγεται για τα ζώα, Λατ. pellis, σε Όμηρ. κ.λπ.· δέρμα κελαινόν, λέγεται για την ασπίδα, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης λέγεται για επεξεργασμένα, κατεργασμένα δέρματα που προορίζονται για ασκιά ή φλασκιά, σε Ομήρ. Οδ.· χρησιμ. και για την εκδορά του ανθρωπίνου δέρματος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. 2. έπειτα, δέρμα κάποιου, Λατ. cutis, περὶ τῷ δέρματι δεδοικέναι, σε Αριστοφ.· το καβούκι της χελώνας, στον ίδ.
δερμάτινος, , -ον (δέρμα), αυτός που είναι φτιαγμένος από δέρμα, «πέτσινος», βύρσινος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.