Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δέος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δέος, γεν. δέους, τό· σπανίως στον πληθ., δέη· I. φόβος, τρόμος, έκπληξη, σε Όμηρ. κ.λπ.· τεθνάναι τῷ δέει τινά, τρέμουν μέχρι θανάτου ένα πρόσωπο, σε Δημ. II. σεβασμός, θαυμασμός, σε Αισχύλ. III. αιτία του φόβου, σε Ομήρ. Ιλ.· τρόπος πρόκλησης φόβου, μέσο εκφοβισμού, σε Θουκ.