Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δένδρον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δένδρον, τό, επίσης δένδρος, -εος, τό, σπανίως στην ονομ. και αιτ., αλλά συχνά στη δοτ. ενικ. δένδρει· ονομ. και αιτ. πληθ. δένδρεα, συνηρ. δένδρη· πρβλ. δένδρεον· γεν. δενδρέων, δοτ. δένδρεσι· δέντρο, σε Αριστοφ.· δένδρα, οπωροφόρα δέντρα, καρποφόρα (αντίθ. προς το ὕλη, ξυλεία), σε Θουκ. κ.λπ. (πιθ. συγγενές προς το δρῦς).