LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δέμας"
- δέμας, τό (δέμω), I. σωματότυπος, ανάστημα ανθρώπου, σώμα, σε Όμηρ.· σπανίως λέγεται και για τα άλλα ζώα, σε Ομήρ. Οδ.· κυρίως, λέγεται για το ζωντανό σώμα· 1. ο Όμηρ. το χρησιμ. μόνο στην αιτ. ενικ., ως απόλ., μικρὸς δέμας, μικρός στο ανάστημα, στο ύψος, κοντός· ἄριστος δέμας, δέμας ἀθανάτοισι ἔοικε κ.λπ. 2. στους Τραγ. ως περίφραση, όπως το κάρα, κτανεῖν μητρῷον δ., σε Αισχύλ.· Ἡράκλειον δ., σε Ευρ.· Δάματρος ἀκτᾶς δ., δηλ. ψωμί, στον ίδ. II. ως επίρρ., δέμας πυρὸς αἰθομένοιο, όμοια με τη φωτιά που καίει, στο σχήμα και στη μορφή, Λατ. instar ignis, σε Ομήρ. Ιλ.

