Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δέλεαρ"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
δέλεαρ, -ατος, τό (βλ. δόλος), δόλωμα, σε Ξεν.· μεταφ., δ. τινος, δόλωμα, πρόκληση, θέλγητρο, ερέθισμα για έναν άνθρωπο, σε Ευρ.
δελε-άρπαξ, , , αυτός που αρπάζει το δόλωμα, σε Ανθ.