Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δάω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
*δάω, αρχ. ρίζα, μαθαίνω, πληροφορούμαι, Λατ. disco, το οποίο γίνεται Ενεργ., διδάσκω, Λατ. doceo, με αναδιπλ. αόρ. βʹ στο δέδαε και στο διδάσκω· I. αμτβ. στον αόρ. βʹ ἐδάην όπως αν προερχόταν από το δάημι, υποτ. δαῶ, Επικ. δαείω, απαρ. δαῆναι, Επικ. δαήμεναι, μτχ. δαείς· έπειτα ομαλός αόρ. βʹ ἔδαον, μέλ. (όπως αν προερχόταν από το δαέω) δαήσομαι, παρακ. δεδάηκα, δέδαα και στον Παθ. τύπο δεδάημαι· μαθαίνω, και στον παρακ., γνωρίζω· με γεν. προσ., μαθαίνω από κάποιον, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν. πράγμ., πληροφορούμαι νέα για ένα πράγμα, σε Ομήρ. Ιλ. Από το δέδαα πάλι, σχηματίζεται απαρ. Μέσ. ενεστ. δεδάασθαι, αναζητώ, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.· ενεστ. με αυτή τη σημασία είναι το διδάσκομαι· II. Ενεργ., στον αναδιπλ. αόρ. βʹ δέδαον, με διπλ. αιτ., διδάσκω σε κάποιον κάτι, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., μαθαίνω κάποιον να κάνει κάτι, στο ίδ.· — ενεστ. με αυτή τη σημασία είναι το διδάσκω.