LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δάφνη"
- δάφνη, ἡ, το γνωστό φυτό «δάφνη», Λατ. laurus, σε Ομηρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ.· αφιερωμένο στον Απόλλωνα, ο οποίος επέδιδε τους χρησμούς του ἐκ δάφνης, σε Ομηρ. Ύμν. (αμφίβ. προέλ.).
- δαφνηφορέω, μέλ. -ήσω, φορώ στεφάνι από δάφνη, σε Πλούτ.
- δαφνη-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά, κρατά κλαδιά δάφνης· δ. κλῶνες, κλαδιά δάφνης τα οποία προορίζονταν για τη λατρεία του Απόλλωνα, σε Ευρ.