Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δάφνη"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
δάφνη, , το γνωστό φυτό «δάφνη», Λατ. laurus, σε Ομηρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ.· αφιερωμένο στον Απόλλωνα, ο οποίος επέδιδε τους χρησμούς του ἐκ δάφνης, σε Ομηρ. Ύμν. (αμφίβ. προέλ.).
δαφνηφορέω, μέλ. -ήσω, φορώ στεφάνι από δάφνη, σε Πλούτ.
δαφνη-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά, κρατά κλαδιά δάφνης· δ. κλῶνες, κλαδιά δάφνης τα οποία προορίζονταν για τη λατρεία του Απόλλωνα, σε Ευρ.