LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δάπτω"
- δάπτω (√ΔΑΠ), Επικ. απαρ. δαπτέμεν, μέλ. δάψω· καταβροχθίζω, καταξεσχίζω, κατακόβω, κατασπαράζω, όπως τα άγρια θηρία, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τη φωτιά, στο ίδ· λέγεται για το δόρυ, διατρυπώ, ξεσχίζω, στο ίδ.· μεταφ., δάπτει τὸ μὴ 'νδικον, η αδικία «κατατρώει», βασανίζει την καρδιά, σε Σοφ.· δάπτομαι κέαρ, σε Αισχύλ.