Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δάπεδον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δάπεδον[ᾰ], τό (πιθ. αντί ζά-πεδον, δηλ. διάπεδον, βλ. ζα-), κάθε επίπεδη επιφάνεια· πάτωμα ενός δωματίου (ό,τι και στη Ν.Ε.), σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Ξεν.· επίσης, γῆς δάπεδον, σε Αριστοφ.· και απόλ., έδαφος, χώρα, τόπος, σε Ομήρ. Οδ.· πληθ., πεδιάδες, σε Πίνδ., Ευρ.