LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δάνεισμα"
- δάνεισμα, -ατος, τό (δανείζω), δάνειο, πίστωση· δ. ποιεῖσθαι = δανείζεσθαι (με Μέσ. σημασία), σε Θουκ.

