Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δάκτυλος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δάκτῠλος, , ποιητ. πληθ. δάκτυλα, I. 1. δάχτυλο, Λατ. digitus· ἐπί δακτύλων συμβάλλεσθαι, υπολογίζω με τα δάχτυλα, σε Ηρόδ.· ὁ μέγας δ., αντίχειρας, στον ίδ. 2. οἱ δ. τῶν ποδῶν, ποδοδάχτυλα, σε Ξεν.· και το δάκτυλος μόνο του, όπως το Λατ. digitus, δάχτυλο ποδιού, σε Αριστοφ. II. η μικρότερη ελλ. μονάδα για τη μέτρηση του μήκους· πλάτος ενός δαχτύλου, περίπου 7/10 μιας ίντσας, ίση με 19,26 χιλιοστά του μέτρου, σε Ηρόδ. III. ένας μετρικός πόδας, δάκτυλος, ¯˘˘, σε Πλάτ. (αμφίβ. προέλ., πιθ. από το δείκ-νυμι).