Αποτελέσματα για: "γῆρας"
Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
-
γηράς, μτχ. αορ. βʹ του γηράσκω, όπως αν προερχόταν από γηράσκω.
-
γῆρας, τό, γεν. γήραος, συνηρ. γήρως, δοτ. γήραϊ, συνηρ. γήρᾳ (γέρων), γεράματα, προχωρημένη ηλικία, Λατ. senectus, σε Όμηρ. κ.λπ.
-
γηράσκω, μέλ. γηράσω και γηράσομαι [ᾱ], αόρ. αʹ ἐγήρᾱσα, παρακ. γεγήρᾱκα· υπάρχει επίσης τύπος ενεστ. γηράω· υπάρχουν επίσης και κάποιοι τύποι αορ. βʹ από υποτιθέμενο ενεστ. γήρημι ή γήρᾱμι, γʹ ενικ. ἐγήρα, απαρ. γηράναι [ᾰ], μτχ. γηράς, Επικ. δοτ. πληθ. γηράντεσσι (γῆρας), I. γερνώ, προχωρώ σε ηλικία, γίνομαι ηλικιωμένος· και στον αόρ. και παρακ., είμαι γέρος, σε Όμηρ. κ.λπ.· κηρύσσων γήρασκε, γερνούσε κατά τη διάρκεια άσκησης του αξιώματός του ως κήρυκας, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πράγματα, χρόνος γηράσκων, σε Αισχύλ.· με αιτ. ως σύστ. αντικ., βίον γηράναι, σε Σοφ. II. μτβ. στον αόρ. αʹ ἐγήρᾱσα, έκανα κάποιον να γεράσει, τον έφερα σε μεγάλη ηλικία, σε Αισχύλ., Ανθ.