Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γῆθος"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
γῆθος, -εος, τό = το επόμ., (γηθέω), σε Πλούτ.
γηθοσύνη, (γηθέω), χαρά, αγαλλίαση, ευφροσύνη, τέρψη, σε Ομήρ. Ιλ.
γηθόσυνος, , -ον και -ος, -ον (γηθέω), χαρμόσυνος, ευτυχής, πρόσχαρος, χαρούμενος με κάτι· με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., στο ίδ.