Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γύψ"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
γύψ, γῡπός, , γύπας, αρπακτικό όρνιο που ομοιάζει με τον αετό, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. αἰγύπιος.
γύψος, , κιμωλία, ασβεστόλιθος, σε Ηρόδ., Πλάτ.
γυψόω, μέλ. -ώσω, 1. τρίβω με κιμωλία. 2. επαλείφω με γύψο, σε Ηρόδ.