Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γόνυ"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
γόνῠ, τό, γεν. γόνατος, Ιων. γούνατος· Επικ. επίσης, γουνός, δοτ. γουνί, πληθ. γοῦνα, γούνων, γούνεσσι· οι Ιων. τύποι γούνατος, -ατι στους Τραγ., αλλά ποτέ γουνός, γουνί· I. 1. γόνατο, Λατ. genu, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. ἅψασθαι γούνων, κρατώ σφιχτά τα γόνατα σε στάση ικεσίας, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ἑλεῖν, λαβεῖν γούνων, στο ίδ.· τῶν γουνάτων λαβέσθαι, σε Ηρόδ.· περὶ ή ἀμφὶ γούνασί τινος χεῖρας βαλεῖν, σε Ομήρ. Οδ.· ἀμφὶ γόνυ τινὸς πίπτειν, σε Ευρ.· γούνων λίσσεσθαι, προβαίνω σε ικεσία μέσω αφής των γονάτων, σε Όμηρ.· ἄντεσθαι ή λίσσεσθαι πρὸς τῶν γονάτων, σε Ευρ. 3. λέγεται για δήλωση της στάσης καθίσματος, γόνυ κάμψειν, λυγίζω το γόνατο έτσι ώστε να καθίσω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπὶ γούνασι, (κάθομαι) στα γόνατα κάποιου, λέγεται για ένα παιδί, στο ίδ.· πέπλον θεῖναι Ἀθηναίης ἐπὶ γούνασιν, εναποθέτω στην ποδιά της (ως προσφορά), στο ίδ.· μεταφ., θεῶν ἐν γούνασι κεῖται, δηλ. επαφίεται στη θέληση τους και στην ευχαρίστησή τους, βρίσκεται υπό την εξουσία τους, σε Όμηρ. 4. τα γόνατα στον Όμηρ. είναι η βάση της δύναμης· γούνατά τινος λύειν, αποδυναμώνω, καθιστώ κάποιον κουτσό, σκοτώνω κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, μεταφ., ἐς γόνυ βάλλειν, αναγκάζω κάποιον να πέσει στα γόνατα, δηλ. ταπεινώνω, εξευτελίζω, υποτάσσω κάποιον, σε Ηρόδ. 5. παροιμ., ἀπωτέρω ἢ γόνυ κνάμα, «η φιλανθρωπία ξεκινά από το ίδιο σου το σπίτι», σε Θεόκρ. II. η άρθρωση ή ο αρμός κάποιων φυτών και χόρτων, όπως του καλαμιού, Λατ. geniculum, σε Ηρόδ., Ξεν.
γονῠπετέω, μέλ. -ήσω, πέφτω στα γόνατα, υποκλίνομαι ικετευτικά μπροστά σε κάποιον· τινί ή τινά, σε Κ.Δ.
γονῠ-πετής, -ές (πί-πτω), αυτός που πέφτει στα γόνατα· ἕδραι γονυπετεῖς, η στάση ικεσίας του γονατισμένου, σε Ευρ.