LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "γωνία"
- γωνία, ἡ (γόνυ), I. προεξοχή, κόγχη, καμπή, γωνία, σε Ηρόδ. II. το τρίγωνο (εργαλείο) του ξυλουργού, η «γωνία», το γωνιόμετρο, σε Πλάτ.
- γωνιασμός, ὁ, η ρύθμιση προς το γωνιόμετρο· ἐπῶν γωνιασμοί, το τελείωμα των στίχων με πολύ μεγάλη τέχνη (με γωνία και μέτρο), σε Αριστοφ.