Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γυῖον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γυῖον, τό, το μέλος του σώματος, σε Όμηρ.· στον πληθ., στις εκφράσεις γυῖα λέλυντο, ὑπὸ τρόμος ἔλλαβε γυῖα, ὅπποτέ κέν μιν γυῖα λάβῃ κάματος· ομοίως και σε Τραγ.· γυῖα ποδῶν, τα πόδια, σε Ομήρ. Ιλ.· γυῖα, τα χέρια, σε Θεόκρ.· και γυῖον, στον ενικ. το χέρι, στον ίδ.