LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "γυναικεῖος"
- γῠναικεῖος, -α, -ον ή -ος, -ον, Ιων. γυναικήιος, -η, -ον (γυνή), I. 1. αυτός που ανήκει στη γυναίκα, ο όμοιος με γυναίκα, αυτός που ταιριάζει στη φύση της, ο θηλυκός, Λατ. muliebris, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ἡ γυναικεῖα θεός, η Ρωμαία bona dea (καλή θεά), σε Πλούτ.· γυναικεῖος πόλεμος, ο πόλεμος με τις γυναίκες, σε Ανθ. 2. με αρνητική σημασία, θηλυπρεπής, εκθηλυσμένος, μαλθακός, σε Πλάτ. κ.λπ. II. ως ουσ., ἡ γυναικηΐη = γυναικών, το γυναικείο οικιακό διαμέρισμα, το χαρέμι, σε Ηρόδ.