Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γυμνός"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
γυμνός, , -όν, 1. ακάλυπτος, γυμνός, γδυτός, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 2. άοπλος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· τὰ γυμνά, τα σημεία του σώματος που δεν καλύπτονται από την πανοπλία, τα εκτεθειμένα μέρη του σώματος, σε Θουκ., Ξεν.· ιδίως η δεξιά πλευρά (εφόσον η αριστερή καλυπτόταν από τις ασπίδες), σε Θουκ. 3. λέγεται για πράγματα· γυμνὸν τόξον, ένα ακάλυπτο τόξο, δηλ. ένα τόξο που έχει βγει από τη θήκη του, σε Ομήρ. Οδ. 4. με γεν., απαλλαγμένος από κάτι, σε Ηρόδ., Αισχύλ. 5. στην καθομιλουμένη γλώσσα, γυμνός σήμαινε ελαφρά ντυμένος, δηλ. αυτός που φορούσε μόνο το χιτώνα (χιτών) χωρίς το ιμάτιο (ἱμάτιον), Λατ. nudus, σε Ησίοδ., Ξεν. 6. σκέτος, απλός, σε Κ.Δ.
Γυμνο-σοφισταί, -ῶν, οἱ, οι γυμνοί φιλόσοφοι της Ινδίας, σε Πλούτ.