LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "γυμνάσιον"
- γυμνάσιον[ᾰ], τό (γυμνάζω), I. στον πληθ., σωματικές ασκήσεις, σε Ηρόδ. κ.λπ. II. στον ενικ., ο δημόσιος τόπος στον οποίο τελούνταν οι αθλητικές ασκήσεις, το αθλητικό σχολείο, σε Ευρ. κ.λπ.· ἐκ θἠμετέρου γυμνασίου, από το δικό μας γυμναστικό σχολείο, σε Αριστοφ.· πληθ., γυμνάσια ἱππόκροτα, ο ιππόδρομος, σε Ευρ.