Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γυμνάζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γυμνάζω, μέλ. -άσω, αόρ. αʹ ἐγύμνασα, παρακ. γεγύμνακαΠαθ. αόρ. αʹ ἐγυμνάσθην, παρακ. γεγύμνασμαι (γυμνόςI. ασκώ κάποιον γυμνό, ασκώ στη γυμναστική· γενικά, εκπαιδεύω, ασκώ, σε Ξεν.· με απαρ., εκπαιδεύω ή εξοικειώνω κάποιον να κάνει κάτι, στον ίδ.· ομοίως επίσης, γυμνάζω τινάτινι, εθίζω κάποιον σε κάτι, στον ίδ.· Μέσ., εξασκώ τον εαυτό μου, προπονούμαι· γυμνάζομαι τέχνην, σε Πλάτ.Παθ., εκτελώ ή ασκούμαι σε γυμναστικές ασκήσεις, σε Ηρόδ. κ.λπ.· γενικά, ασκούμαι, γυμνάζομαι, σε Θουκ., Ξεν.· γυμνάζεσθαι πρός τι, εκπαιδεύομαι, προετοιμάζομαι για ένα πράγμα, σε Πλάτ.· περίτι, εκπαιδεύομαι σε ένα πράγμα, σε Ξεν. II. μεταφ., εξουθενώνω, φθείρω, ταλαιπωρώ, ταλανίζω, βασανίζω, σε Αισχύλ.· Παθ., στον ίδ.