Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γρῖφος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γρῖφος, , 1. όπως το γρῖπος, καλάθι ψαρέματος, κοφίνι για ψάρια, φτιαγμένο από βούρλα, σε Πλούτ. 2. μεταφ., οτιδήποτε πολύπλοκο, δυσνόητο, ασαφές ρητό, αίνιγμα, γρίφος, σε Αριστοφ. (πιθ. συγγενές προς το ῥίψ, ῥιπός).