LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "γραῦς"
- γραῦς, γεν. γρᾱός, ἡ, Ιων. γρηῦς, γρηός, κλητ. γρηῦ, ποιητ. επίσης γρηΰς, κλητ. γρηΰ· ονομ. πληθ. γρᾶες, αιτ. γραῦς (από την ίδια ρίζα όπως το γέρων)· I. ηλικιωμένη γυναίκα σε Όμηρ., Αισχύλ.· γραῦς παλαιή, σε Ομήρ. Οδ.· γραῦς γυνή, σε Ευρ. II. αφρός, λέγεται για το βρασμένο γάλα, σε Αριστοφ.